- κολυμβιτεύω
- κολυμβ-ιτεύω,A plunge into a tank, PMasp.9ii30 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολυμβιτεύω — (Α) καταδύομαι σε δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ εύω < κολυμβητής] … Dictionary of Greek